- τυλώματα
- τύλωμαsoleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεράτωση ή κερατίνωση — Δερματική νόσος. Χαρακτηρίζεται από περιγεγραμμένη πάχυνση της κερατίνης στιβάδας της επιδερμίδας και οφείλεται σε υπερπλασία (έντονη ανάπτυξη) ή σε αυξημένη συνοχή της. Το δέρμα, που προσβάλλεται από κ., απολεπίζεται πέντε ή δέκα φορές πιο αργά… … Dictionary of Greek
μανδρίλος — Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandrillus sphinx. Το θηλαστικό αυτό, που έχει μήκος ένα περίπου μέτρο μαζί με την πολύ κοντή ουρά του, διακρίνεται από τα άλλα πρωτεύοντα από το μεγάλο του… … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek
σεμνοπίθηκοι — (semnopithecus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη και ποικιλίες πιθήκων του γένους πρεσβείτης ή σεμνοπίθηκος, του πιο διαδομένου της οικογένειες των Κερκοπιθηκιδών. Λέγονται και πρεσβύτες ή απλά πίθηκοι και χαρακτηρίζονται από τη … Dictionary of Greek